Θέμα: «Τα Χριστούγεννα του Πυροσβέστη»
Ο συναγερμός χτύπησε κλονίζοντας συθέμελα ολόκληρο το παλιό κτήριο όπου στεγάζονταν η Πυροσβεστική υπηρεσία της Μυτιλήνης. Τέσσερις τα χαράματα, ξημέρωμα των Χριστουγέννων, και το ποδοβολητό των ανδρών της βάρδιας, καθώς κατέβαιναν τα σκαλοπάτια του σταθμού για να επιβιβαστούν μες στα πυροσβεστικά οχήματα, έμοιαζε σαν κι αυτά τα άναρχα των αλόγων σε ιππικούς αγώνες. Λίγο μετά εκκωφαντικές ήταν οι σειρήνες που ακούγονταν σ’ ολόκληρη την πόλη κόβοντας στα δυο εκείνο το κρύο Χριστουγεννιάτικο πρωινό.
Οι πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για εκδήλωση πυρκαγιάς σε κατοικία στην είσοδο της πόλης από την δυτική πλευρά. Αυτό όμως που κυριολεκτικά έκοψε τα πόδια των ανδρών που μετέβαιναν στη φωτιά ήταν η πληροφορία που έφτασε στ’ αυτιά τους διαμέσου της ασύρματης επικοινωνίας, που αυτή έλεγε ότι στο σπίτι που φλέγονταν υπήρχαν εγκλωβισμένα, μεταξύ των άλλων, και δύο παιδιά.
…Τόσα χρόνια πέρασαν κι ακόμα θυμάμαι αυτά τα Χριστούγεννα. Πώς θα μπορούσα να τα ξεχάσω άλλωστε.
Νέος ήμουν, πυροσβέστης τριών ετών, η πρώτη γιορτή που θα ’κανα μες στον σταθμό μακριά απ’ όλους και ακόμα πιο μακριά από τους γονείς μου.
Μέρες πριν είχαμε στολίσει ένα δέντρο, ένα κλαδί πεύκου, βάζοντας στις άκρες του τούφες από βαμβάκι και κόκκινα μπαλόνια… Στην είσοδο του σταθμού είχαμε σχηματίσει με τους πυροσβεστικούς σωλήνες ένα μεγάλο κατακόκκινο δέντρο και πάνω σ’ αυτούς είχαμε βάλει ένα χάρτινο αστέρι.
Εκείνο το βράδυ, ανήμερα των Χριστουγέννων η καρδιά μου χτύπησε ξέφρενα, όπως ποτέ άλλοτε, το ίδιο και των άλλων συναδέλφων μου όταν ακούσαμε πως κινδύνευαν τα παιδιά. Γρήγορα φτάσαμε στη διεύθυνση που μας είχαν υποδείξει για την πυρκαγιά και αυτό που αντικρίσαμε μετά από λίγο δεν το χωρά ο νους και η λογική.
Φόρεσα στην πλάτη την αναπνευστική συσκευή και μπήκα μες στο σπίτι μαζί με τον επικεφαλής της πυροσβεστικής εξόδου. Οι φλόγες έγλυφαν τα ρούχα μας και ο καπνός έκανε ακόμα πιο δύσκολο το έργο της κατάσβεσης. Τους γονείς των παιδιών τους βγάλαμε γρήγορα έξω από το σπίτι αφού αυτοί βρέθηκαν από εμάς λιπόθυμοι από τις αναθυμιάσεις στο ισόγειο της κατοικίας.
Παντού σκοτάδι δεν βλέπαμε τίποτα μπροστά μας και από ένστικτο ανεβήκαμε στον όροφο της κατοικίας. Ψαχουλεύοντας την άκρη του τοίχου καταφέραμε να κινηθούμε στον όροφο της κατοικίας ελπίζοντας πως κάτι θα βρούμε.
Αμέσως κατευθυνθήκαμε στα δωμάτια που υπήρχαν δεξιά και αριστερά του διαδρόμου ψάχνοντας για τα παιδιά…
Φωνάζαμε μήπως μας ακούσουν αλλά δεν απαντούσαν στα λόγια μας. Καμιά ένδειξη ζωής. Κάθε λεπτό που περνούσε ή και κάθε δευτερόλεπτο ένοιωθα πως έφευγε η ζωή των παιδιών. Οι ανάσες μας όλο και περισσότερο γίνονταν γρήγορες κι αγωνιώδεις ώσπου κάποια στιγμή από κάπου πολύ αόριστα άκουσα κάτι σαν παιδικές φωνές και ουρλιαχτά. Αναθάρρεψα και η καρδιά μου φτερούγισε χαρούμενη που τα παιδιά ήταν ακόμα ζωντανά. Δάκρυσα και έτρεξα προς το μέρος που άκουσα τις φωνές δίχως να υπολογίσω τίποτα, ακόμα και την δική μου ζωή. Το δάπεδο του ορόφου είχε υποχωρήσει και πατούσα πάνω στα χοντρά ξύλα που γι’ αυτήν την ώρα ήταν ακόμα στη θέση τους. Το μοναδικό που έβλεπα μπροστά μου ήταν ο δρόμος για την σωτηρία των παιδιών. Τίποτα άλλο.
Ανατριχιάζω τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά. Μετά από τόσα χρόνια και οι εικόνες εκείνων των Χριστουγέννων στέκονται ολοζώντανες μπροστά θαρρείς πως τις ζω αυτούσιες τούτη εδώ την στιγμή. Κάθε χρόνο από τότε θυμάμαι…
Θυμάμαι εκείνο το ξημέρωμα…
Δεκαοχτώ χρόνια είχαν περάσει από τότε, απ’ αυτό το μαύρο Χριστουγεννιάτικο πρωινό, και τα σημάδια στο σώμα του πυροσβέστη ήταν ακόμα εκεί για να του θυμίζουν την πάλη με τις φλόγες μα πολύ περισσότερο η σωτηρία των παιδιών που κινδύνευαν.
Δεν μ’ ένοιαζε η ζωή μου παρά μόνο αυτή των παιδιών. Δεν θα ’βγαινα έξω από το σπίτι μόνος μου.
Το ένστικτό μου με βοήθησε να φτάσω στο παιδικό δωμάτιο απ’ όπου άκουγα κάτι φωνές. Έψαξα παντού με το φακό που είχα μαζί μου άλλα δεν έβλεπα τίποτα. Ο καπνός γίνονταν όλο και πιο πυκνός όλο πιο μαύρος και οι φλόγες είχαν περικυκλώσει όλο το δωμάτιο. Η αναπνευστική συσκευή που φορούσα άρχισε να σφυρίζει κάτι που σήμαινε πως έπρεπε να βγω έξω όσο γρηγορότερα μπορούσα από το χώρο αυτό.
Δεν το ’κανα και μετά από τόσα χρόνια δηλώνω πως δεν το μετάνιωσα ούτε μια στιγμή…
Έψαχνα παντού δίχως να βλέπω κάτι. Οι φωνές όμως ήταν ακόμα πιο δυνατές κάτι που επιβεβαίωνε την ορθή αρχική μου εκτίμηση. Φώναξα τον επικεφαλή και ήρθε δίπλα μου. «Εδώ είναι, εδώ… κάτω από το κρεβάτι». Έτσι του είπα και του υπέδειξα το ακριβές σημείο. Οι δυο μας πήγαμε κοντά, τόσο κοντά που μπόρεσα και άγγιξα με τα χέρια μου τα δάχτυλα του ενός παιδιού.
Αυτές ήταν και οι τελευταίες εικόνες που είχα από εκείνη την ημέρα. Όλα γύρω μου ξαφνικά σκοτείνιασαν. Το οξυγόνο που ήταν μες στην αναπνευστική συσκευή είχε τελειώσει και μαζί του τέλειωνε η ζωή μου. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα ένα πύρινο κύμα να στέκεται πάνω στο σώμα μου. Αυτό ήταν το τέλος μου. Δεν ανέπνεα πια και οι κόρες των ματιών μου είχαν κρυσταλλώσει, όπως «ακίνητο» είχε μείνει και το μυαλό μου, ο νους μου σ’ αυτές τις εικόνες σ’ εκείνο το ξημέρωμα.
Δέκα μέρες αργότερα, δέκα μέρες σε κώμα μες στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης άνοιξα τα μάτια μου. Δεν γνώριζα κανέναν από όσους ήταν γύρω μου. Μόνο κάτι λόγια άκουγα που δεν καταλάβαινα και θυμάμαι ότι πονούσα πολύ σ’ ολόκληρο το σώμα.
Αμέσως έτρεξε δίπλα μου ένας γιατρός κι έβγαλε από μέσα του μια βαριά ανάσα ικανοποίησης. Μ’ έβγαλαν από την εντατική και με πήγαν σε κάποιο θάλαμο του νοσοκομείου για περαιτέρω νοσηλεία αφού ήμουν καλά. Έτσι έλεγαν.
Το κακό όμως είχε γίνει στο κεφάλι μου. Δεν θυμόμουν τίποτα… το παραμικρό.
Δεν ήξερα ποιος ήμουν, και η ζωή μου ξεκινούσε πάλι από την αρχή.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, έναν χρόνο αργότερα από τότε από εκείνη την ημέρα, απόγευμα ήταν…
Με επισκέφθηκαν στο νοσοκομείο δυο παιδιά. Δυο μικρά παιδιά. Δυο κορίτσια. Με πλησίασαν στο κρεβάτι του θαλάμου και είδα ότι τα μάτια τους ήταν γεμάτα δάκρυα. Δάκρυσα κι εγώ μαζί τους δίχως να γνωρίζω ως τότε το γιατί. Μ’ άγγιξαν και από τότε κάτι μέσα μου απότομα ξύπνησε. Μ’ αγκάλιασαν σφιχτά, μου φιλούσαν τα χέρια και μου είπαν:
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
Γράφει ο Κώστας Βελούτσος