Θέμα: «Τι είδαν οι πυροσβέστες που έσπευσαν πρώτοι στη Βρίσα»
Τα τηλέφωνα με συγγενείς, τα μηνύματα και οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το θανατηφόρο χτύπημα του εγκέλαδου το μεσημέρι της Δευτέρας 12 Ιουνίου, ήταν ασταμάτητα όλες αυτές τις ημέρες. Καθένας και καθεμιά προσπαθούσαμε να μάθουμε αν ήταν οι δικοί μας καλά και τι ζημιά έπαθαν σπίτια και επιχειρήσεις στη Βρίσα, το Λισβόρι, το Πλωμάρι, αλλά και στη Μυτιλήνη.
Κι ενώ οι μέρες περνούν, το ταρακούνημα επανέρχεται μέσω της ανάμνησης της βιωμένης εμπειρίας. Πρωταγωνιστές και μάλιστα σε πολλαπλούς ρόλους πέρα από τους ίδιους τους σεισμοπαθείς, οι πυροσβέστες που έσπευσαν στη Βρίσα. Το «Ε» μίλησε με τους ανθρώπους που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της επιχείρησης του απεγκλωβισμού της νεκρής γυναίκας.
«Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, από μας που βρεθήκαμε αυτές τις ώρες στο πολύπαθο χωριό της Βρίσας, δεν είχαμε ξαναζήσει τέτοιο σεισμό. Το οποίο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη διακοπή ρεύματος και τον εγκλωβισμό στο ασανσέρ. Οι δικές μας έννοιες, το αν τα δικά μας σπίτια ήταν σε καλή κατάσταση, είχαν περάσει σε δεύτερο, τρίτο και τέταρτο πλάνο. Προείχε η ασφάλεια των ανθρώπων», μας λένε. Σημειώνουμε ότι οι ίδιοι δεν θέλησαν να δημοσιεύσουμε τα ονόματά τους, τα οποία βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας μας.
«Πω πω τι πάθαμε!»
Οι πρώτες αναφορές αμέσως μετά το σεισμό, ήταν ασαφείς: «“Πω πω, τι πάθαμε, έπεσε όλο το χωριό”, μας έλεγαν κάποιοι, αλλά δεν είχαμε εικόνα, ούτε μια πρώτη καταγραφή τού τι συνέβαινε, καθώς οι περισσότεροι πολίτες ήθελαν να μιλήσουν για τη ζημιά, όμως δεν μπορούσαν να την περιγράψουν». Πυροσβέστες του κλιμακίου του Πλωμαρίου θορυβήθηκαν γιατί μετά το σεισμό, το κτήριο παρουσίασε φθορές. Περιπολικά βγήκαν στο Λισβόρι, καθησυχάζοντας τον κόσμο ότι υπάρχει τρόπος να ζητήσουν βοήθεια. «“Πω πω πόσο κουνηθήκαμε” μάς έλεγαν». Ο περιφερειακός διοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Βορείου Αιγαίου, Μάριος Αποστολίδης, κήρυξε γενική επιφυλακή και οχήματα από την Αγιάσο και τη Μυτιλήνη έσπευσαν στη Βρίσα, με τους άνδρες της Πυροσβεστικής να συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους στον απεγκλωβισμό της καταπλακωμένης άτυχης γυναίκας.
Η περίπτωση είναι γνωστή στο πανελλήνιο. Από το τριώροφο σπίτι της Βρίσας είχε πέσει τόσο ο τρίτος όσο και ο δεύτερος όροφος. Ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας βρισκόταν στον τρίτο και είχε βγει στο δρόμο με κάταγμα λεκάνης και εκεί άρχισαν τα δύσκολα: «Δεν ήταν εύκολο. Περισσότερα μπάζα παρά μπετόν. Δεν μπορούσαμε να μετακινήσουμε μαζικά το σωρό και την ίδια ώρα νιώθαμε τους δύο τοίχους που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι μας. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι με έναν μετασεισμό θα μπορούσαμε κι εμείς να πέσουμε νεκροί! Και ύστερα η αγωνία και το άγχος αν έχουμε υποθέσει σωστά το σημείο της γυναίκας. Οι συγγενείς της, την καλούσαν στο κινητό της τηλέφωνο και εμείς προσπαθούσαμε να ακολουθήσουμε τον ήχο και την ίδια ώρα αναρωτιόμασταν αν θα βρισκόταν εκεί ή θα είχε προλάβει να μετακινηθεί. Αποδείχτηκε ότι η κατεύθυνσή μας ήταν σωστή, αλλά τι το θες, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή!».
Και τις ίδιες ώρες, οι πυροσβέστες να βλέπουν αναμνήσεις και εμπειρίες σκονισμένες να έχουν μετατραπεί σε εμπόδια: «Τραπεζάκια, βαλίτσες, προσπαθούσαμε να τα αφαιρέσουμε, μαζί με τη σκεπή που είχε γλιστρήσει. Τη βρήκαμε και την ίδια ώρα είχε έρθει ομάδα της ΕΜΑΚ από την Αθήνα».
Στρες, ένταση και αϋπνίες
Τι έμεινε από όλο αυτό: «Στρες, ένταση, πόνοι στο σώμα, αϋπνίες, φοβίες. Ξέραμε ότι η πρώτη αποστολή επετεύχθη. Εντοπίσαμε τη γυναίκα, όμως νεκρή. Σκεφτόμαστε τις πέτρες που σηκώσαμε, τα καρφιά που βγάζαμε, τα αντικείμενα που δίναμε από χέρι σε χέρι, τα μπάζα που έπρεπε να κατεβούν στην πρόσοψη και να απομακρυνθούν με το φορτωτικό. Συνδυάζαμε συνεννόηση και πρωτοβουλίες». Κι εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η όλη επιχείρηση διήρκησε τρεις ώρες, με τους άντρες της Πυροσβεστικής να θεωρούν θετικό -παρά την τραγική κατάληξη της γυναίκας- το ότι δεν χρειάστηκε να προχωρήσει τη νύχτα.
Εξάλλου η δεύτερη αποστολή ήταν ο έλεγχος των σπιτιών της περιοχής, η πρώτη καταγραφή, όπου συνέδραμε σημαντικά και η ΕΜΑΚ με σκύλο και βεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι εγκλωβισμένοι, ενώ και το ΕΚΑΒ συνέδραμε στη μεταφορά ηλικιωμένων με κινητικά προβλήματα στο νοσοκομείο.
Μια εικόνα που κρατούν οι «πρωταγωνιστές» αυτής της υπόθεσης: «Το ότι σοκαρισμένοι από το σεισμό και τις εικόνες που αντίκρισαν, πολλοί ντόπιοι πήραν τις καρέκλες που τους είχαν απομείνει και κάθονταν ανάμεσα στα γκρεμισμένα σπίτια χωρίς να φωνάζουν, μόνο μιλούσαν και μοιράζονταν ό,τι έζησαν»…
Πηγή:EmprosNet.gr